-
1 συν-νεύω
συν-νεύω, zusammenneigen, zusammenziehen; τὰς ὀφρῠς συννένευκας, Luc. Philops. 1. – Intr., sich hinneigen, πρὸς τὴν αὐτὴν ὑπόϑεσιν, Pol. 3, 32, 7, wie Plut. Num. 6; εἰς ἄλληλα, S. Emp. adv. log. 2, 261, u. a. Sp. – Durch Zunicken bejahen, bestätigen, ξύννευσον σῇ ψαύσας χερί, Soph. O. R. 1510.
См. также в других словарях:
συννεύω — ΜΑ [νεύω] 1. μαζεύω προς τα κάτω τα φρύδια, συνοφρυώνομαι (α. «συννενεύκει ὁ λόγος αὐτῷ τὰς ὀφρῡς», Άνν. Κομν. β. «τὰς ὀφρῡς κάτω συννένευκας», Λουκ.) 2. κατευθύνομαι αμοιβαία προς το ίδιο σημείο, συγκλίνω («πάντων πρὸς ἄλληλα τῶν μερῶν… … Dictionary of Greek